- τροχιόδρομος
- ο трамвай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχιόδρομος — ο, Ν 1. ηλεκτροκίνητο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων μεταφοράς επιβατών που κινείται σε σιδηροτροχιές τοποθετημένες στο κατάστρωμα τών δρόμων και τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια από εναέριο καλώδιο, το τραμ 2. φρ. «ιπποκίνητος τροχιόδρομος» ο… … Dictionary of Greek
τροχιόδρομος — ο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων που κινούνται σε σιδηροτροχιές τραμ: Ηλεκτροκίνητος τροχιόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπποσιδηρόδρομος — ο μεγάλο όχημα που συρόταν από ίππους πάνω σε τροχιές, ιππήλατος τροχιόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. ιταλ. ippoferrovia < ippo (πρβλ. ίππος) + ferrovia «σιδηρόδρομος». Η λ.… … Dictionary of Greek
τραμ — το, Ν άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν … Dictionary of Greek
τροχιοδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιόδρομο και στην κίνηση του («τροχιοδρομική γραμμή») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τροχιοδρομικός (ενν. υπάλληλος) υπάλληλος ή εργάτης οργανισμού ή εταιρείας που έχει την εκμετάλλευση τών τροχιοδρόμων.… … Dictionary of Greek
τραμ — το άκλ. (λ. αγγλ.), τροχιόδρομος (βλ. λ.): Πάω με το τραμ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)